εναντιολογώ

εναντιολογώ
εναντιολόγησα, αμτβ.
1. λέγω τα αντίθετα, αντιλέγω.
2. αντιφάσκω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις …   Dictionary of Greek

  • ἐναντιολογῶ — ἐναντιολογέω contradict pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐναντιολογέω contradict pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”